κατώι < μεσαιωνική ελληνική κατώγι(ν) < κατώγαιον < ελληνιστική κοινή κατώγαιος
το κατώτερο τμήμα των παλαιών αγροτικών σπιτιών με λειτουργία βοηθητικού χώρου

Το «κατώι» θα χωρέσει μέχρι 4 άτομα αφού διαθέτει ένα υπνοδωμάτιο και ένα καναπέ που γίνεται κρεββάτι στο χώρο του καθιστικού. Συμπληρώνεται από κουζίνα με όλον τον εξοπλισμό και λουτρό.

Η βεράντα είναι το παράθυρο προς το νότο και η κλιματαριά στην αυλή η σκιά για τη μεσημεριανή σιέστα.